Αναγνωριστική αγωγή εργαζομένου περί ακυρότητας της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, υποχρέωσης του εργοδότη να δέχεται τις υπηρεσίες του και καταβολής μισθών υπερημερίας. Η εξέταση της εν λόγω υπόθεσης υπάγεται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του κατά τόπον αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου αν και μη αποτιμητή σε χρήμα κατά το 1ο αίτημα της. Εμπρόθεσμο αυτής κατά Ν. 3198/1955. Συνέπειες ακυρότητας καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Μέσα παύσης της υπερημερίας του εργοδότη που αυτή επιφέρει με αποτέλεσμα να ευθύνεται για καταβολή μισθών υπερημερίας υπέρ του εργαζόμενου. Απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση καταβολής μισθών υπερημερίας αν αδυνατεί να αποδεχθεί την εργασία εργαζομένου λόγω ανωτέρας βίας ή τυχηρών γεγονότων. Έννοια εκάστου αυτών. Νοητή η ρητή ή σιωπηρή παραίτηση από το δικαίωμα προσβολής του κύρους καταγγελίας σύμβασης εργασίας. Δεν συνάγεται άνευ ετέρου από την είσπραξη της αποζημίωσης απόλυσης. Η έγερση αξίωσης για μισθούς υπερημερίας λόγω ακυρότητας καταγγελίας υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας. Μέτρα ενίσχυσης πληττόμενων από την πανδημία του κορωνοιού εργοδοτών και επιχειρήσεων κατά Ν. 4690/2020 και την ΚΥΑ οικ 23102/477/2020. Κατηγορίες αυτών. Ιδίως οι επιχειρήσεις και εργοδότες σε κλάδους όπως ο τουρισμός δύνανται να παρατείνουν περαιτέρω την αναστολή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους που είχαν ήδη ανασταλεί για τον περιορισμό της διασποράς του covid-19 ή να θέσουν αυτούς κατά πρώτον σε αναστολή. Τηρούμενη διαδικασία για την βαθμιαία ανάκληση της ως άνω αναστολής αναλόγως της πληρότητας των ξενοδοχείων. Διαρκούσης της αναστολής οι ως άνω επιχειρήσεις δεν μπορούν να προβούν σε μειώσεις προσωπικού διά καταγγελίας συμβάσεων εργασίας οι οποίες και τυγχάνουν άκυρες. Άκυρη η καταγγελία της σύμβασης εργασίας του ενάγοντος κατά την διάρκεια αναστολής αυτής λόγω covid-19 με συνέπεια να δικαιούται μισθών υπερημερίας κατόπιν υπερημερίας της ενάγουσας να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του. Δέχεται αγωγή.
. Από τις διατάξεις των άρθρων 349, 350, 353, 648 και 656 του ΑΚ, ως και εκείνες των άρθρων 174 και 180 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι στην περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για οιονδήποτε λόγο, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, η οποία εξακολουθεί, και συνακόλουθα ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου, υποχρεούμενος να δέχεται τις υπηρεσίες του τελευταίου και να καταβάλει τις αποδοχές αυτού (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υπερημερία του εργοδότη και συνακόλουθα η υποχρέωση αυτού να καταβάλει τις αποδοχές του μισθωτού κατά το διάστημα κατά το οποίο τελεί σε υπερημερία και ν` αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού, παύει: α) με την αποδοχή της εργασίας αυτού, β) με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, σύμφωνα με τους πριν την απόλυση όρους, γ) με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη και δ) με την καθοιονδήποτε τρόπο έγκυρη λύση της σύμβασης εργασίας, χωρίς να ενδιαφέρει ο λόγος λύσης. Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη να καταβάλει τον μισθό, υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 656 του ΑΚ, και σε περίπτωση αδυναμίας αυτού να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε πταίσμα του, αλλά και όταν οφείλεται σε τυχαία περιστατικά, που τον αφορούν και σχετίζονται με τη σφαίρα των συνθηκών που μπορεί να ελέγχει ή τους γενικότερους ή ειδικότερους κινδύνους της πορείας και λειτουργίας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσής του. Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του για αποδοχή της εργασίας οφείλεται σε ανώτερη βία. Ανώτερη βία υπάρχει, όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχηρό και απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο ήταν αδύνατο να αποτραπεί, με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, ενώ "τυχηρό" είναι το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου και δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης του εργοδότη, ώστε να μην επέλθει η αδυναμία αποδοχής της εργασίας (ΟλΑΠ 1340/1979, ΑΠ 1587/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Όμως το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΠ 1451/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο εργαζόμενος μπορεί να παραιτηθεί ρητά ή σιωπηρά από το δικαίωμά του να προσβάλει το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του. Από μόνη την είσπραξη της αποζημίωσης απόλυσης, έστω και ανεπιφύλακτα, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο, η βούληση του εργαζομένου να παραιτηθεί από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας, διότι η είσπραξη της αποζημίωσης μπορεί να οφείλεται σε άλλους λόγους, όπως είναι η ανάγκη συντήρησης του εργαζομένου ή η άγνοια των λόγων ακυρότητας. Ο ισχυρισμός περί παραιτήσεως από την προσβολή του κύρους της καταγγελίας συνιστά ένσταση προβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη (Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, Γ` έκδοση, σελ. 1087-1088,1097). ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 37 του ν. 4690/2020 «1. Επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που ανήκουν στους κλάδους τουρισμού, μεταφορών, πολιτισμού και αθλητισμού και πλήττονται σημαντικά, βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, δύνανται να παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων των εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή ή να θέσουν σε αναστολή συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, κατ` ανώτατο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημερών ανά μήνα και πάντως όχι πέραν της 31ης.7.2020. 2. Επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα στον κλάδο της εστίασης που πλήττονται σημαντικά, βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, δύνανται να παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων των εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή ή να θέσουν σε αναστολή συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, κατ` ανώτατο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημερών ανά μήνα και πάντως όχι πέραν της 30ής.6.2020. 3. Οι εργαζόμενοι των παρ. 1 και 2, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τελούν σε αναστολή, είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού του δέκατου τρίτου άρθρου της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 64), όπως αυτή κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α` 76) κατ` αναλογία των ημερών παράτασης αναστολής των συμβάσεων εργασίας με βάση υπολογισμού το ποσό των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων (534) ευρώ που αντιστοιχεί στις τριάντα (30) ημέρες και παρέχεται πλήρης ασφαλιστική κάλυψη επί του ονομαστικού τους μισθού. 4. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες των παρ. 1 και 2 για όσο χρόνο κάνουν χρήση των ανωτέρω μέτρων και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 31η.7.2020 και την 30ή.6.2020 αντίστοιχα, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις του προσωπικού τους με καταγγελία συμβάσεων εργασίας και σε περίπτωση πραγματοποίησής της, αυτή είναι άκυρη. 5. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες, που κάνουν χρήση των ρυθμίσεων των παρ. 1 και 2, υποχρεούνται, μετά από τη λήξη του χρονικού διαστήματος της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών, να διατηρήσουν για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας..»». Περαιτέρω, κατά το Κεφ. 5Α άρ. 5 της ΚΥΑ οικ 23102/477/2020 «1. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες κύριων και μη κύριων ξενοδοχειακών και τουριστικών καταλυμάτων και των τουριστικών λεωφορείων του άρθρου 1 υποχρεούνται να προβούν σε οριστική ανάκληση της αναστολής των συμβάσεων εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων, με βάση το ποσοστό πληρότητας της επιχείρησης, σταδιακά ως εξής: ί) με τη συμπλήρωση 20% της πληρότητας, οριστική ανάκληση της αναστολής τουλάχιστον του 1/3 των συμβάσεων εργασίας των ανωτέρω εργαζομένων, ΐί) με τη συμπλήρωση 50% της πληρότητας, οριστική ανάκληση αναστολής τουλάχιστον του 2/3 των συμβάσεων εργασίας των ανωτέρω εργαζομένων, ίίί) με τη συμπλήρωση 80% της πληρότητας, οριστική ανάκληση αναστολής όλων των συμβάσεων εργασίας των ανωτέρω εργαζομένων. 2. Οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων των οποίων ανακαλείται οριστικά η αναστολή δεν δύναται να τεθούν εκ νέου σε αναστολή. Επίσης, κατά το Κεφ 2Γ της ΚΥΑ οικ 23102/477/2020 «1. Η αναστολή των συμβάσεων των εργαζομένων σε επιχειρήσεις - εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, των οποίων είχε παραταθεί η αναστολή λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής κατά τον μήνα Μάιο και η εντολή αυτή συνεχίζεται κατά τον μήνα Ιούνιο 2020 ή και κατά τον μήνα Ιούλιο, βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της παρούσας, παρατείνεται μέχρι την ημερομηνία της άρσης της αναστολής λειτουργίας με εντολή δημόσιας αρχής». 2. Επιχειρήσεις - εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, που ανήκουν στους κλάδους τουρισμού, μεταφορών, πολιτισμού και αθλητισμού και πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο· Οικονομικών σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της παρούσας, για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2020, δύνανται: α) να παρατείνουν την αναστολή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους, οι οποίες έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή κατ` εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, ή και β) να θέσουν για πρώτη φορά σε αναστολή συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου του προσωπικού τους, κατ` ανώτατο συνεχόμενο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημέρες ανά μήνα, από 1/6/2020 και πάντως όχι πέραν της 31ης Ιουλίου 2020. 3. Οι ανωτέρω επιχειρήσεις - εργοδότες μπορούν να εφαρμόζουν το μέτρο της αναστολής των συμβάσεων εργασίας για κάθε μήνα σταδιακά και για διαφορετικό αριθμό εργαζομένων, μέχρι και του ποσοστού 100% αυτών, ανά υπεύθυνη δήλωση της επιχείρησης στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ....», ενώ κατά το Κεφ 3Γ άρθρο 3 της εν λόγω ΚΥΑ «1. α. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες της παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου, για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται η αναστολή της λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και σε περίπτωση πραγματοποίησής τους, οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες, β. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες του άρθρου 1 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου, για όσο χρονικό διάστημα κάνουν χρήση του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30η Ιουνίου για τις επιχειρήσεις - εργοδότες του άρθρου 1 και μέχρι την 31η Ιουλίου για τις επιχειρήσεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου. Σε περίπτωση πραγματοποίησής τους, οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες. 2. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες του άρθρου 1 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου, που κάνουν χρήση του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, υποχρεούνται, μετά από τη λήξη του χρονικού διαστήματος της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών, να διατηρήσουν για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας. Στην έννοια του ιδίου αριθμού θέσεων εργασίας δεν συμπεριλαμβάνονται οι αποχωρούντες οικειοθελώς από την εργασία τους, οι αποχωρούντες λόγω συνταξιοδότησης, καθώς και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου των οποίων η σύμβαση εργασίας τους λήγει κατά τη διάρκεια του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των 30 ημερών. 3. α. Οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων στις επιχειρήσεις - εργοδότες της παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή, παρατείνονται. β. Οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων στις επιχειρήσεις - εργοδότες του άρθρου 1 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου που είχαν τεθεί σε αναστολή, δύνανται να παραταθούν. Επίσης, δύνανται να τεθούν για πρώτη φορά σε αναστολή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής ή της παράτασης της αναστολής, οι ανωτέρω συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται.. 4. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες που επαναλειτουργούν μετά την άρση της αναστολής λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής ή που πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ και έχουν θέσει σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, δύνανται να προβαίνουν σε οριστική ανάκληση των αναστολών. Οι συμβάσεις των οποίων ανακαλείται η αναστολή δεν δύνανται να τεθούν εκ νέου σε αναστολή...... Ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, εκθέτει ότι, στις 7/1/2015, προσελήφθη από την εναγόμενη, δυνάμει έγγραφης ατομικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί στο ξενοδοχείο, που διατηρούσε η δεύτερη στην Πάτρα, με την ειδικότητα του υπαλλήλου υποδοχής υπό τους ειδικότερους όρους και συνθήκες απασχόλησης, με μηνιαίες αποδοχές ύψους 950,21 ευρώ. Ότι από την πρόσληψή του και εντεύθεν παρείχε προσηκόντως την εργασία του σύμφωνα με τις εντολές και οδηγίες της εναγομένης, έως και το Μάρτιο του έτους 2020, οπότε τέθηκε σε αναστολή η σύμβαση· εργασίας του, ένεκα της υποχρεωτικής αναστολής λειτουργίας της επιχειρήσεως της εναγομένης με κρατική εντολή δυνάμει της με αριθμό ΔΙα/ΓΠοικ 20035/22-3-2020 ΚΥΑ, η οποία συνεχίστηκε μέχρι και τις 31/5/2020. Ότι, κατ’ εφαρμογή του άρ. 37 του ν. 4690/2020 και του άρ. α2Γ της με αριθμό οικ. 23102/477/13-6- 2020 ΚΥΑ η αναστολή της συμβάσεως εργασίας του παρατάθηκε και για το μήνα Ιούνιο 2020. Ότι στις 29/6/2020, η εναγομένη προέβη σε άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του καταβάλλοντάς του το ποσό των 4.434,31 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως, καταγγελία η οποία είναι άκυρη ως παράνομη, καθόσον αντίκειται στα οριζόμενα υπό του άρθρου άρ. 37 του ν. 4690/2020 και του άρ. α3Γ της με αριθμό οικ. 23102/477/13-6-2020 ΚΥΑ για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα, ο εναγών ζητά α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 29/6/2020 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.502,10 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1/7/2020 έως 30/4/2021, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, δ) να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 16 αρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ), διότι οι διαφορές από την εργασιακή σχέση μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών με αντικείμενο μη αποτιμητό σε χρήμα, όπως είναι εν προκειμένω η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, υπάγονται πάντοτε στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το οποίο δικάζει χωρίς περιορισμό τις εν λόγω διαφορές, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρ. 31 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ. Ακολούθως, η αγωγή, ως προς το αίτημα αυτής περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ήτοι εντός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/55 τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, καθόσον κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 28/9/2020 και επιδόθηκε στην εναγόμενη αυθημερόν (ορ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …./28- 9-2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πατρών ………………). Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη (άρθρο 216 ΚΠολΔ) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 648 επ. ΑΚ, 69, 70, 176, 907, 908 παρ. 1, 910 παρ. 4 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού το αιτηθέν ποσό, που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, δεν υπερβαίνει το ποσό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 71 ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 ΚΠολΔ. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν νομοτύπως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι οποίες καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, που ομοίως καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως. καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στην Πάτρα στις 6/1/2015 μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων προσελήφθη για να εργασθεί στην επιχείρηση-ξενοδοχείο «……….», που διατηρεί η εναγομένη εταιρία στην Πάτρα, με την ειδικότητα του υπαλλήλου υποδοχής, με ωράριο 23:00 μ.μ. - 07:00 π.μ_ και μηνιαίες αποδοχές ύψους 950,21 ευρώ. Ο ενάγων από της προσλήψεώς του παρείχε συνεχώς και προσηκόντως τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εντολές των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης εταιρίας μέχρι και τις 22/3/2020, οπότε ανεστάλη υποχρεωτικά η λειτουργία του ξενοδοχείου της δεύτερης με κρατική εντολή, δυνάμει της ΚΥΑ με αριθμό ΔΙα/ΓΠοικ 20035 (ΦΕΚ 987/Β΄/22-3-2020), μέχρι και τις 31/5/2020, βάσει της υπ’ αριθμ. ΔΙα/ΓΠοικ 27530/2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ 1633/Β/30-4-2020), συνακόλουθα δε, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα από 23/3/2020 έως 31/5/2020, τέθηκαν σε αναστολή και οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων στην επιχείρηση της εναγομένης μεταξύ των οποίων και του ενάγοντος. Μετά τις 31/5/2020, η εναγομένη έκανε χρήση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων παρατείνοντας την αναστολή λειτουργίας της επιχείρησής της και για το μήνα Ιούνιο του 2020, κατά τις διατάξεις του Κεφ. 2Γ άρθ. 2 παρ. 2. οικ. 23102/477/2020 (ΦΕΚ Β` 2268/13.06.2020) ΚΥΑ σε συνδυασμό με το άρ. 37 του ν. 4690/2020, παρατείνοντας, κατ’ επέκταση, και την αναστολή των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού της και δη και του ενάγοντος. Ακολούθως, στις 27/6/2020, η εναγομένη προέβη σε οριστική ανάκληση των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων της, μεταξύ των οποίων και του ενάγοντος, μη δυνάμενη, κατόπιν τούτου, έκτοτε να θέσει τις συμβάσεις εργασίας τους εκ νέου σε αναστολή. Ωστόσο, παρά την ανάκληση της αναστολής η επιχείρηση-ξενοδοχείο της εναγομένης ουδέποτε επαναλειτούργησε, αντιθέτως, στις, 27/6/2020, προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων της, καθόσον προτίθετο να διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής της έχοντας μάλιστα ήδη μεταβιβάσει το ακίνητο, στο οποίο στεγαζόταν το ξενοδοχείο που διατηρούσε, δυνάμει του με αριθμό …/25-6-2020 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πατρών ……………, στην μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………………..ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Ειδικότερα, αναφορικά με τον ενάγοντα, στις 27/6/2020, προέβη σε κοινοποίηση έγγραφης καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία θα ελάμβανε χώρα στις 29/6/2020, καταβάλλοντας του ως αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 4.434,31 ευρώ. Η εν λόγω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, όμως, ήταν άκυρη ως αντικείμενη στις διατάξεις του νόμου. Συγκεκριμένα, μετά τις 31/5/2020, η εναγόμενη ουδέποτε επαναλειτούργησε, αντιθέτως, έκανε χρήση του μέτρου της παράτασης της αναστολής λειτουργίας της επιχείρησής της και της παράτασης της αναστολής των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο του προσωπικού της, ήτοι και του ενάγοντος, για το μήνα Ιούνιο 2020. Συνεπώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσης, δεδομένου ότι η εναγόμενη έκανε χρήση α) των διατάξεων της ΚΥΑ 23102/477/2020 (ΦΕΚ Β΄ 2268/13.06.2020) και δη των άρθρων 2Γ παρ. 2 και 3, ως επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα, που ανήκει στον κλάδο τουρισμού και πλήττεται σημαντικά βάσει ΚΑΔ (5510: Ξενοδοχεία και παρόμοια καταλύματα σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της ανωτέρω ΚΥΑ), για το μήνα Ιούνιο 2020, παρατείνοντας την αναστολή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων της, οι οποίες έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή κατ` εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 ήδη από 23/3/2020 και εντεύθεν, κατ` ανώτατο συνεχόμενο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημέρες ανά μήνα, από 1/6/2020, υποχρεούτο, κατά το Κεφ 3Γ άρθρο 3 παρ. 1β της εν λόγω ΚΥΑ, να μην προβεί σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30η Ιουνίου και να διατηρήσει για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας και β) του άρθρου 37 παρ. 1, 3 του ν. 4690/2020, ομοίως ως επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα που ανήκει στους κλάδο τουρισμού και πλήττεται σημαντικά, βάσει ΚΑΔ, παρέτεινε την αναστολή συμβάσεων των εργαζομένων της, που είχαν ήδη τεθεί σε αναστολή, κατά τα προρρηθέντα, κατ` ανώτατο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημερών για το μήνα Ιούνιο 2020, όφειλε να μην προβεί σε μείωση του προσωπικού της με καταγγελία συμβάσεων εργασίας, αλλά να διατηρήσει για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας. Όμως, η εναγομένη, μολονότι έκανε χρήση των ως άνω διατάξεων, προέβη σε οριστική ανάκληση της αναστολής της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, χωρίς ουδέποτε να επαναλειτουργήσει, έχοντας παύσει εν τοις πράγμασι τη λειτουργία της επιχείρησης της ήδη από τις 25/9/2020, όπως, άλλωστε, συνομολογεί και ή ίδια με τις έγγραφες προτάσεις της, με αποτέλεσμα η από 29/6/2020 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του να είναι άκυρη, ως αντικείμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, δεδομένου ότι ήταν υποχρεωμένη να μην προβεί σε μείωση προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30η Ιουνίου και να διατηρήσει για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας. Με βάση τα προαναφερθέντα, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε, η δε εναγόμενη, μη αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του, έγινε υπερήμερη και είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ να του καταβάλλει τους μισθούς του, για τον μετά από αυτή χρόνο και μέχρι τη λήξη του διαστήματος που ζητεί, διαφορετικά μέχρι την αποδοχή της εργασίας η τη λύση με νόμιμο τρόπο της συμβάσεως. Το ασκηθέν με την υπό κρίση αγωγή δικαίωμα του εναγομένου να προσβάλει το κύρος της επίδικης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του δεν ασκείται καταχρηστικά, αντιθέτως, αποτελεί ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του, η οποία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο ενάγων γνώριζε την ανάκληση της αναστολής της συμβάσεως εργασίας του, καθώς και τους, λόγους αυτής και δη την πρόθεση της εναγόμενης, σταθμίζοντας τα οικονομικά της συμφέροντα, να διακόψει τη λειτουργία του ξενοδοχείου ιδιοκτησίας της, απορριπτομένης. της σχετικής υποβληθείσης ενστάσεώς της ω ουσία αβάσιμης. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι, εφόσον η από 29/6/2020 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ήταν άκυρη, ο ενάγων δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1/7/2020 έως 30/4/2021, ήτοι για τους μήνες από Ιούλιο έως Δεκέμβριο του έτους 2020 και Ιανουάριο έως και Απρίλιο του έτους 2021 και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 9.502,10 ευρώ (950,21 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές του x 10 μήνες)·, η δε εναγομένη οφείλει να τον επαναπασχολήσει, δεδομένου ότι η σύμβαση εργασίας του, ένεκα της ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας, είναι σε ισχύ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και α) να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η από 29/6/2020 καταγγελία της από 6/1/2015 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και δέκα λεπτών (9.502,10 €) για μισθούς υπερημερίας, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση (άρ. 346 ΑΚ), γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, δ) να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή (907, 908 και 910 ΚΠολΔ) και, τέλος, να καταδικασθεί η εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος λόγω της ήττας της (άρ. 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.
. Από τις διατάξεις των άρθρων 349, 350, 353, 648 και 656 του ΑΚ, ως και εκείνες των άρθρων 174 και 180 του ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι στην περίπτωση ακυρότητας της καταγγελίας της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου για οιονδήποτε λόγο, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, η οποία εξακολουθεί, και συνακόλουθα ο εργοδότης περιέρχεται σε υπερημερία ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών του εργαζομένου, υποχρεούμενος να δέχεται τις υπηρεσίες του τελευταίου και να καταβάλει τις αποδοχές αυτού (ΑΠ 179/2016, ΑΠ 601/2013 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η υπερημερία του εργοδότη και συνακόλουθα η υποχρέωση αυτού να καταβάλει τις αποδοχές του μισθωτού κατά το διάστημα κατά το οποίο τελεί σε υπερημερία και ν` αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού, παύει: α) με την αποδοχή της εργασίας αυτού, β) με τη δήλωση του εργοδότη ότι αποδέχεται τις υπηρεσίες του εργαζομένου, σύμφωνα με τους πριν την απόλυση όρους, γ) με την περιέλευση του εργαζομένου για πραγματικούς ή νομικούς λόγους σε περίπτωση αδυναμίας παροχής της εργασίας του, εκτός εάν η αδυναμία αυτή οφείλεται σε γεγονός για το οποίο ο εργοδότης υπέχει ευθύνη και δ) με την καθοιονδήποτε τρόπο έγκυρη λύση της σύμβασης εργασίας, χωρίς να ενδιαφέρει ο λόγος λύσης. Υποχρέωση, εξάλλου, του εργοδότη να καταβάλει τον μισθό, υπάρχει, σύμφωνα με το άρθρο 656 του ΑΚ, και σε περίπτωση αδυναμίας αυτού να αποδεχθεί τις υπηρεσίες του μισθωτού, όταν η αδυναμία αυτή ανάγεται όχι μόνο σε πταίσμα του, αλλά και όταν οφείλεται σε τυχαία περιστατικά, που τον αφορούν και σχετίζονται με τη σφαίρα των συνθηκών που μπορεί να ελέγχει ή τους γενικότερους ή ειδικότερους κινδύνους της πορείας και λειτουργίας της επιχείρησης ή της εκμετάλλευσής του. Ο εργοδότης απαλλάσσεται μόνον αν η αδυναμία του για αποδοχή της εργασίας οφείλεται σε ανώτερη βία. Ανώτερη βία υπάρχει, όταν η ενέργεια του υποχρέου εμποδίζεται από τυχηρό και απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο ήταν αδύνατο να αποτραπεί, με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης, ενώ "τυχηρό" είναι το γεγονός, το οποίο δεν οφείλεται σε πταίσμα του υποχρέου και δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί, αλλά μπορούσε να αποτραπεί με μέτρα άκρας επιμέλειας και σύνεσης του εργοδότη, ώστε να μην επέλθει η αδυναμία αποδοχής της εργασίας (ΟλΑΠ 1340/1979, ΑΠ 1587/2009 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Όμως το δικαίωμα του εργαζομένου να αξιώσει μισθούς υπερημερίας, κατά το άρθρο 656 του ΑΚ, λόγω άκυρης καταγγελίας της εργασιακής του σύμβασης, υπόκειται, όπως κάθε άλλο δικαίωμα, στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή απαγορεύεται η άσκησή του αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος (ΑΠ 1451/2019 δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο εργαζόμενος μπορεί να παραιτηθεί ρητά ή σιωπηρά από το δικαίωμά του να προσβάλει το κύρος της καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του. Από μόνη την είσπραξη της αποζημίωσης απόλυσης, έστω και ανεπιφύλακτα, δεν προκύπτει κατά τρόπο αναμφίβολο, η βούληση του εργαζομένου να παραιτηθεί από το δικαίωμα προσβολής του κύρους της καταγγελίας, διότι η είσπραξη της αποζημίωσης μπορεί να οφείλεται σε άλλους λόγους, όπως είναι η ανάγκη συντήρησης του εργαζομένου ή η άγνοια των λόγων ακυρότητας. Ο ισχυρισμός περί παραιτήσεως από την προσβολή του κύρους της καταγγελίας συνιστά ένσταση προβαλλόμενη από τον εναγόμενο εργοδότη (Δ. Ζερδελή, Εργατικό Δίκαιο, Ατομικές εργασιακές σχέσεις, Γ` έκδοση, σελ. 1087-1088,1097). ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 37 του ν. 4690/2020 «1. Επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα που ανήκουν στους κλάδους τουρισμού, μεταφορών, πολιτισμού και αθλητισμού και πλήττονται σημαντικά, βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, δύνανται να παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων των εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή ή να θέσουν σε αναστολή συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, κατ` ανώτατο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημερών ανά μήνα και πάντως όχι πέραν της 31ης.7.2020. 2. Επιχειρήσεις-εργοδότες του ιδιωτικού τομέα στον κλάδο της εστίασης που πλήττονται σημαντικά, βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών, δύνανται να παρατείνουν την αναστολή συμβάσεων των εργαζομένων τους που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή ή να θέσουν σε αναστολή συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, κατ` ανώτατο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημερών ανά μήνα και πάντως όχι πέραν της 30ής.6.2020. 3. Οι εργαζόμενοι των παρ. 1 και 2, των οποίων οι συμβάσεις εργασίας τελούν σε αναστολή, είναι δικαιούχοι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού του δέκατου τρίτου άρθρου της από 14.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α` 64), όπως αυτή κυρώθηκε με το άρθρο 3 του ν. 4682/2020 (Α` 76) κατ` αναλογία των ημερών παράτασης αναστολής των συμβάσεων εργασίας με βάση υπολογισμού το ποσό των πεντακοσίων τριάντα τεσσάρων (534) ευρώ που αντιστοιχεί στις τριάντα (30) ημέρες και παρέχεται πλήρης ασφαλιστική κάλυψη επί του ονομαστικού τους μισθού. 4. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες των παρ. 1 και 2 για όσο χρόνο κάνουν χρήση των ανωτέρω μέτρων και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 31η.7.2020 και την 30ή.6.2020 αντίστοιχα, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις του προσωπικού τους με καταγγελία συμβάσεων εργασίας και σε περίπτωση πραγματοποίησής της, αυτή είναι άκυρη. 5. Οι επιχειρήσεις-εργοδότες, που κάνουν χρήση των ρυθμίσεων των παρ. 1 και 2, υποχρεούνται, μετά από τη λήξη του χρονικού διαστήματος της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών, να διατηρήσουν για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας..»». Περαιτέρω, κατά το Κεφ. 5Α άρ. 5 της ΚΥΑ οικ 23102/477/2020 «1. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες κύριων και μη κύριων ξενοδοχειακών και τουριστικών καταλυμάτων και των τουριστικών λεωφορείων του άρθρου 1 υποχρεούνται να προβούν σε οριστική ανάκληση της αναστολής των συμβάσεων εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων, με βάση το ποσοστό πληρότητας της επιχείρησης, σταδιακά ως εξής: ί) με τη συμπλήρωση 20% της πληρότητας, οριστική ανάκληση της αναστολής τουλάχιστον του 1/3 των συμβάσεων εργασίας των ανωτέρω εργαζομένων, ΐί) με τη συμπλήρωση 50% της πληρότητας, οριστική ανάκληση αναστολής τουλάχιστον του 2/3 των συμβάσεων εργασίας των ανωτέρω εργαζομένων, ίίί) με τη συμπλήρωση 80% της πληρότητας, οριστική ανάκληση αναστολής όλων των συμβάσεων εργασίας των ανωτέρω εργαζομένων. 2. Οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων των οποίων ανακαλείται οριστικά η αναστολή δεν δύναται να τεθούν εκ νέου σε αναστολή. Επίσης, κατά το Κεφ 2Γ της ΚΥΑ οικ 23102/477/2020 «1. Η αναστολή των συμβάσεων των εργαζομένων σε επιχειρήσεις - εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, των οποίων είχε παραταθεί η αναστολή λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής κατά τον μήνα Μάιο και η εντολή αυτή συνεχίζεται κατά τον μήνα Ιούνιο 2020 ή και κατά τον μήνα Ιούλιο, βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της παρούσας, παρατείνεται μέχρι την ημερομηνία της άρσης της αναστολής λειτουργίας με εντολή δημόσιας αρχής». 2. Επιχειρήσεις - εργοδότες του ιδιωτικού τομέα, που ανήκουν στους κλάδους τουρισμού, μεταφορών, πολιτισμού και αθλητισμού και πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ που ορίζονται από το Υπουργείο· Οικονομικών σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της παρούσας, για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2020, δύνανται: α) να παρατείνουν την αναστολή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων τους, οι οποίες έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή κατ` εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19, ή και β) να θέσουν για πρώτη φορά σε αναστολή συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου του προσωπικού τους, κατ` ανώτατο συνεχόμενο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημέρες ανά μήνα, από 1/6/2020 και πάντως όχι πέραν της 31ης Ιουλίου 2020. 3. Οι ανωτέρω επιχειρήσεις - εργοδότες μπορούν να εφαρμόζουν το μέτρο της αναστολής των συμβάσεων εργασίας για κάθε μήνα σταδιακά και για διαφορετικό αριθμό εργαζομένων, μέχρι και του ποσοστού 100% αυτών, ανά υπεύθυνη δήλωση της επιχείρησης στο ΠΣ ΕΡΓΑΝΗ....», ενώ κατά το Κεφ 3Γ άρθρο 3 της εν λόγω ΚΥΑ «1. α. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες της παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου, για όσο χρονικό διάστημα διατηρείται η αναστολή της λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και σε περίπτωση πραγματοποίησής τους, οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες, β. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες του άρθρου 1 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου, για όσο χρονικό διάστημα κάνουν χρήση του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, υποχρεούνται να μην προβούν σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30η Ιουνίου για τις επιχειρήσεις - εργοδότες του άρθρου 1 και μέχρι την 31η Ιουλίου για τις επιχειρήσεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου. Σε περίπτωση πραγματοποίησής τους, οι καταγγελίες αυτές είναι άκυρες. 2. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες του άρθρου 1 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου, που κάνουν χρήση του μέτρου της αναστολής των συμβάσεων εργασίας, υποχρεούνται, μετά από τη λήξη του χρονικού διαστήματος της αναστολής των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων αυτών, να διατηρήσουν για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας. Στην έννοια του ιδίου αριθμού θέσεων εργασίας δεν συμπεριλαμβάνονται οι αποχωρούντες οικειοθελώς από την εργασία τους, οι αποχωρούντες λόγω συνταξιοδότησης, καθώς και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου των οποίων η σύμβαση εργασίας τους λήγει κατά τη διάρκεια του ανωτέρω χρονικού διαστήματος των 30 ημερών. 3. α. Οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων στις επιχειρήσεις - εργοδότες της παρ. 1 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου που έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή, παρατείνονται. β. Οι συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου εργαζομένων στις επιχειρήσεις - εργοδότες του άρθρου 1 και της παρ. 2 του άρθρου 2 του παρόντος κεφαλαίου που είχαν τεθεί σε αναστολή, δύνανται να παραταθούν. Επίσης, δύνανται να τεθούν για πρώτη φορά σε αναστολή συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση μετά το πέρας του διαστήματος της αναστολής ή της παράτασης της αναστολής, οι ανωτέρω συμβάσεις εργασίας συνεχίζονται για τον συμφωνηθέντα χρόνο που υπολείπεται.. 4. Οι επιχειρήσεις - εργοδότες που επαναλειτουργούν μετά την άρση της αναστολής λειτουργίας τους με εντολή δημόσιας αρχής ή που πλήττονται σημαντικά βάσει ΚΑΔ και έχουν θέσει σε αναστολή τις συμβάσεις εργασίας μέρους ή του συνόλου των εργαζομένων τους, δύνανται να προβαίνουν σε οριστική ανάκληση των αναστολών. Οι συμβάσεις των οποίων ανακαλείται η αναστολή δεν δύνανται να τεθούν εκ νέου σε αναστολή...... Ο ενάγων, με την υπό κρίση αγωγή του, εκθέτει ότι, στις 7/1/2015, προσελήφθη από την εναγόμενη, δυνάμει έγγραφης ατομικής συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργαστεί στο ξενοδοχείο, που διατηρούσε η δεύτερη στην Πάτρα, με την ειδικότητα του υπαλλήλου υποδοχής υπό τους ειδικότερους όρους και συνθήκες απασχόλησης, με μηνιαίες αποδοχές ύψους 950,21 ευρώ. Ότι από την πρόσληψή του και εντεύθεν παρείχε προσηκόντως την εργασία του σύμφωνα με τις εντολές και οδηγίες της εναγομένης, έως και το Μάρτιο του έτους 2020, οπότε τέθηκε σε αναστολή η σύμβαση· εργασίας του, ένεκα της υποχρεωτικής αναστολής λειτουργίας της επιχειρήσεως της εναγομένης με κρατική εντολή δυνάμει της με αριθμό ΔΙα/ΓΠοικ 20035/22-3-2020 ΚΥΑ, η οποία συνεχίστηκε μέχρι και τις 31/5/2020. Ότι, κατ’ εφαρμογή του άρ. 37 του ν. 4690/2020 και του άρ. α2Γ της με αριθμό οικ. 23102/477/13-6- 2020 ΚΥΑ η αναστολή της συμβάσεως εργασίας του παρατάθηκε και για το μήνα Ιούνιο 2020. Ότι στις 29/6/2020, η εναγομένη προέβη σε άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του καταβάλλοντάς του το ποσό των 4.434,31 ευρώ ως αποζημίωση απολύσεως, καταγγελία η οποία είναι άκυρη ως παράνομη, καθόσον αντίκειται στα οριζόμενα υπό του άρθρου άρ. 37 του ν. 4690/2020 και του άρ. α3Γ της με αριθμό οικ. 23102/477/13-6-2020 ΚΥΑ για τους ειδικότερα αναφερόμενους λόγους. Με βάση τα ανωτέρω ιστορούμενα, ο εναγών ζητά α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 29/6/2020 καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 9.502,10 ευρώ για μισθούς υπερημερίας του χρονικού διαστήματος από 1/7/2020 έως 30/4/2021, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, δ) να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και, τέλος, να καταδικασθεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 16 αρ. 2 και 25 παρ. 2 ΚΠολΔ), προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 αρ. 3, 621 επ. ΚΠολΔ), διότι οι διαφορές από την εργασιακή σχέση μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών με αντικείμενο μη αποτιμητό σε χρήμα, όπως είναι εν προκειμένω η αναγνώριση της ακυρότητας της καταγγελίας, υπάγονται πάντοτε στην αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου, το οποίο δικάζει χωρίς περιορισμό τις εν λόγω διαφορές, σύμφωνα με το άρθρο 16 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρ. 31 παρ. 2 και 3 ΚΠολΔ. Ακολούθως, η αγωγή, ως προς το αίτημα αυτής περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας της καταγγελίας, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ήτοι εντός της προβλεπομένης από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 του ν. 3198/55 τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, καθόσον κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 28/9/2020 και επιδόθηκε στην εναγόμενη αυθημερόν (ορ. την προσκομιζόμενη υπ’ αριθμ. …./28- 9-2020 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πατρών ………………). Περαιτέρω, η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη (άρθρο 216 ΚΠολΔ) και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 648 επ. ΑΚ, 69, 70, 176, 907, 908 παρ. 1, 910 παρ. 4 ΚΠολΔ. Επομένως, η αγωγή πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, αφού το αιτηθέν ποσό, που αποτελεί το αντικείμενο της αγωγής, δεν υπερβαίνει το ποσό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου, κατά τα οριζόμενα στη διάταξη του άρθρου 71 ΕισΝΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 14 ΚΠολΔ. Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν νομοτύπως στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι οποίες καταχωρήθηκαν στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως, την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, που ομοίως καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως. καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, που νομίμως προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στην Πάτρα στις 6/1/2015 μεταξύ των διαδίκων, ο ενάγων προσελήφθη για να εργασθεί στην επιχείρηση-ξενοδοχείο «……….», που διατηρεί η εναγομένη εταιρία στην Πάτρα, με την ειδικότητα του υπαλλήλου υποδοχής, με ωράριο 23:00 μ.μ. - 07:00 π.μ_ και μηνιαίες αποδοχές ύψους 950,21 ευρώ. Ο ενάγων από της προσλήψεώς του παρείχε συνεχώς και προσηκόντως τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τις οδηγίες και τις εντολές των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης εταιρίας μέχρι και τις 22/3/2020, οπότε ανεστάλη υποχρεωτικά η λειτουργία του ξενοδοχείου της δεύτερης με κρατική εντολή, δυνάμει της ΚΥΑ με αριθμό ΔΙα/ΓΠοικ 20035 (ΦΕΚ 987/Β΄/22-3-2020), μέχρι και τις 31/5/2020, βάσει της υπ’ αριθμ. ΔΙα/ΓΠοικ 27530/2020 ΚΥΑ (ΦΕΚ 1633/Β/30-4-2020), συνακόλουθα δε, κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα από 23/3/2020 έως 31/5/2020, τέθηκαν σε αναστολή και οι συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων στην επιχείρηση της εναγομένης μεταξύ των οποίων και του ενάγοντος. Μετά τις 31/5/2020, η εναγομένη έκανε χρήση των σχετικών νομοθετικών διατάξεων παρατείνοντας την αναστολή λειτουργίας της επιχείρησής της και για το μήνα Ιούνιο του 2020, κατά τις διατάξεις του Κεφ. 2Γ άρθ. 2 παρ. 2. οικ. 23102/477/2020 (ΦΕΚ Β` 2268/13.06.2020) ΚΥΑ σε συνδυασμό με το άρ. 37 του ν. 4690/2020, παρατείνοντας, κατ’ επέκταση, και την αναστολή των συμβάσεων εργασίας του συνόλου του προσωπικού της και δη και του ενάγοντος. Ακολούθως, στις 27/6/2020, η εναγομένη προέβη σε οριστική ανάκληση των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων της, μεταξύ των οποίων και του ενάγοντος, μη δυνάμενη, κατόπιν τούτου, έκτοτε να θέσει τις συμβάσεις εργασίας τους εκ νέου σε αναστολή. Ωστόσο, παρά την ανάκληση της αναστολής η επιχείρηση-ξενοδοχείο της εναγομένης ουδέποτε επαναλειτούργησε, αντιθέτως, στις, 27/6/2020, προέβη στην καταγγελία των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο των εργαζομένων της, καθόσον προτίθετο να διακόψει τη λειτουργία της επιχείρησής της έχοντας μάλιστα ήδη μεταβιβάσει το ακίνητο, στο οποίο στεγαζόταν το ξενοδοχείο που διατηρούσε, δυνάμει του με αριθμό …/25-6-2020 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πατρών ……………, στην μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………………..ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ». Ειδικότερα, αναφορικά με τον ενάγοντα, στις 27/6/2020, προέβη σε κοινοποίηση έγγραφης καταγγελίας της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία θα ελάμβανε χώρα στις 29/6/2020, καταβάλλοντας του ως αποζημίωση απολύσεως το ποσό των 4.434,31 ευρώ. Η εν λόγω καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, όμως, ήταν άκυρη ως αντικείμενη στις διατάξεις του νόμου. Συγκεκριμένα, μετά τις 31/5/2020, η εναγόμενη ουδέποτε επαναλειτούργησε, αντιθέτως, έκανε χρήση του μέτρου της παράτασης της αναστολής λειτουργίας της επιχείρησής της και της παράτασης της αναστολής των συμβάσεων εργασίας για το σύνολο του προσωπικού της, ήτοι και του ενάγοντος, για το μήνα Ιούνιο 2020. Συνεπώς, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στη μείζονα πρόταση της παρούσης, δεδομένου ότι η εναγόμενη έκανε χρήση α) των διατάξεων της ΚΥΑ 23102/477/2020 (ΦΕΚ Β΄ 2268/13.06.2020) και δη των άρθρων 2Γ παρ. 2 και 3, ως επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα, που ανήκει στον κλάδο τουρισμού και πλήττεται σημαντικά βάσει ΚΑΔ (5510: Ξενοδοχεία και παρόμοια καταλύματα σύμφωνα με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ της ανωτέρω ΚΥΑ), για το μήνα Ιούνιο 2020, παρατείνοντας την αναστολή των συμβάσεων εργασίας των εργαζομένων της, οι οποίες έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή κατ` εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούν στην αντιμετώπιση των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 ήδη από 23/3/2020 και εντεύθεν, κατ` ανώτατο συνεχόμενο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημέρες ανά μήνα, από 1/6/2020, υποχρεούτο, κατά το Κεφ 3Γ άρθρο 3 παρ. 1β της εν λόγω ΚΥΑ, να μην προβεί σε μειώσεις προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30η Ιουνίου και να διατηρήσει για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας και β) του άρθρου 37 παρ. 1, 3 του ν. 4690/2020, ομοίως ως επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα που ανήκει στους κλάδο τουρισμού και πλήττεται σημαντικά, βάσει ΚΑΔ, παρέτεινε την αναστολή συμβάσεων των εργαζομένων της, που είχαν ήδη τεθεί σε αναστολή, κατά τα προρρηθέντα, κατ` ανώτατο χρονικό διάστημα έως τριάντα (30) ημερών για το μήνα Ιούνιο 2020, όφειλε να μην προβεί σε μείωση του προσωπικού της με καταγγελία συμβάσεων εργασίας, αλλά να διατηρήσει για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας. Όμως, η εναγομένη, μολονότι έκανε χρήση των ως άνω διατάξεων, προέβη σε οριστική ανάκληση της αναστολής της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος, χωρίς ουδέποτε να επαναλειτουργήσει, έχοντας παύσει εν τοις πράγμασι τη λειτουργία της επιχείρησης της ήδη από τις 25/9/2020, όπως, άλλωστε, συνομολογεί και ή ίδια με τις έγγραφες προτάσεις της, με αποτέλεσμα η από 29/6/2020 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του να είναι άκυρη, ως αντικείμενη στις προαναφερθείσες διατάξεις, δεδομένου ότι ήταν υποχρεωμένη να μην προβεί σε μείωση προσωπικού με καταγγελία των συμβάσεων εργασίας και σε κάθε περίπτωση μέχρι την 30η Ιουνίου και να διατηρήσει για χρονικό διάστημα τριάντα (30) ημερών τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας και με το ίδιο είδος σύμβασης εργασίας. Με βάση τα προαναφερθέντα, η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μη έγινε, η δε εναγόμενη, μη αποδεχόμενη τις υπηρεσίες του, έγινε υπερήμερη και είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με το άρθρο 656 ΑΚ να του καταβάλλει τους μισθούς του, για τον μετά από αυτή χρόνο και μέχρι τη λήξη του διαστήματος που ζητεί, διαφορετικά μέχρι την αποδοχή της εργασίας η τη λύση με νόμιμο τρόπο της συμβάσεως. Το ασκηθέν με την υπό κρίση αγωγή δικαίωμα του εναγομένου να προσβάλει το κύρος της επίδικης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του δεν ασκείται καταχρηστικά, αντιθέτως, αποτελεί ενάσκηση νομίμου δικαιώματος του, η οποία δεν αναιρείται από το γεγονός ότι ο ενάγων γνώριζε την ανάκληση της αναστολής της συμβάσεως εργασίας του, καθώς και τους, λόγους αυτής και δη την πρόθεση της εναγόμενης, σταθμίζοντας τα οικονομικά της συμφέροντα, να διακόψει τη λειτουργία του ξενοδοχείου ιδιοκτησίας της, απορριπτομένης. της σχετικής υποβληθείσης ενστάσεώς της ω ουσία αβάσιμης. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι, εφόσον η από 29/6/2020 καταγγελία της συμβάσεως εργασίας του ενάγοντος ήταν άκυρη, ο ενάγων δικαιούται μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 1/7/2020 έως 30/4/2021, ήτοι για τους μήνες από Ιούλιο έως Δεκέμβριο του έτους 2020 και Ιανουάριο έως και Απρίλιο του έτους 2021 και συγκεκριμένα το συνολικό ποσό των 9.502,10 ευρώ (950,21 ευρώ οι μηνιαίες αποδοχές του x 10 μήνες)·, η δε εναγομένη οφείλει να τον επαναπασχολήσει, δεδομένου ότι η σύμβαση εργασίας του, ένεκα της ακυρότητας της ως άνω καταγγελίας, είναι σε ισχύ. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και α) να αναγνωριστεί ότι είναι άκυρη η από 29/6/2020 καταγγελία της από 6/1/2015 συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου του ενάγοντος, β) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των εννέα χιλιάδων πεντακοσίων δύο ευρώ και δέκα λεπτών (9.502,10 €) για μισθούς υπερημερίας, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση (άρ. 346 ΑΚ), γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις προσφερόμενες υπηρεσίες του, δ) να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή (907, 908 και 910 ΚΠολΔ) και, τέλος, να καταδικασθεί η εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος λόγω της ήττας της (άρ. 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσης.