Το άρθρο συνέταξε η κα Σοφία Κούτρα,
(Προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Αθηνών.)
Δεν είναι εύκολα οριστή η έννοια της διαμεσολάβησης, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι, παρά τις προσπάθειες των νομικών επιστημόνων, δεν έχει δοθεί ακόμα ένας σταθερός και ενιαίος διεθνώς ορισμός. Φαίνεται να επικρατεί, ωστόσο, η άποψη πως η διαμεσολάβηση αποτελεί την διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.
Η διαμεσολάβηση ως θεσμός λειτουργεί στη βάση έξι αρχών που διασφαλίζουν την χωρίς προβλήματα και αποτελεσματική του λειτουργία. Οι αρχές αυτές μπορούν συνοπτικά να εκτεθούν στα εξής:
i. Αρχή της εμπιστευτικότητας: πρόκειται για το κατεξοχήν χαρακτηριστικό στοιχείο της διαμεσολάβησης που αφορά τόσο το στάδιο της προσφυγής στην διαδικασία αυτή, όσο και την μεταξύ του διαιτητή και του κάθε μέρους κατ’ ιδίαν συζήτηση. Από την αρχή αυτή δεσμεύεται και ο ίδιος ο διαμεσολαβητής, καθώς του απαγορεύει την μαρτυρική κατάθεση σε πιθανή μελλοντική δίκη μεταξύ των μερών που αφορά στην ίδια υπόθεση.
ii. Αρχή της εκούσιας υπαγωγής και της εκούσιας συνέχισης της διαδικασίας (ιδιωτική αυτονομία): η αρχή αυτή προσδίδει στην διαδικασία της διαμεσολάβησης εθελοντικό χαρακτήρα, ενώ παράλληλα τα μέρη καθορίζουν την συνέχεια ή την διακοπή της διαδικασίας.
iii. Αρχή της μη δεσμευτικότητας μέχρι τη σύναψη συμφωνίας επίλυσης: οι προτάσεις που ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα μέρη, δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα μέχρι να αποτελέσουν τμήμα της τελικής συμφωνίας.
iv. Αρχή της ουδετερότητας, της αμεροληψίας και του μη επικριτικού ρόλου του διαμεσολαβητή: η ουδετερότητα σχετίζεται με την προηγούμενη γνώση της υπόθεσης ή την προηγούμενη γνωριμία του διαμεσολαβητή με τα μέρη ή τους πληρεξουσίους του δικηγόρους, ενώ η αμεροληψία συνδέεται με την συμπεριφορά του διαμεσολαβητή προς τα μέρη, αλλά και τον τρόπο που διεξάγει την διαδικασία της διαμεσολάβησης.
v. Η αρχή του ελέγχου της εξουσίας δέσμευσης των μερών: πριν την έναρξη της διαδικασίας, ο διαμεσολαβητής οφείλει να διαπιστώσει την δικαιοπρακτική ικανότητα των μερών αλλά και την νομιμοποίησή τους για την σύναψη συμφωνίας.
vi. Η αρχή της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρου στην διαμεσολάβηση: τα μέρη της διαμεσολάβησης, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, έχουν την υποχρέωση να παρίστανται μαζί με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η υπαγωγή στη δικαστική διαμεσολάβηση γίνεται μέσω μίας τριπλέτας , κάθε μέρος της οποίαςεφαρμόζεται διαζευκτικά.Πρώτον, υπάρχει η δυνατότητα την εκούσιας υπαγωγής, κατόπιν συμφωνίας των μερών (exvoluntate). Πρόκειται για τον πλέον κλασικό τρόπο υπαγωγής μίας διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Η συμφωνία αυτή μπορεί να είναιτόσο ad hoc, όσο και να αφορά τις πιθανές μελλοντικές διαφορές που πιθανόν θα ανακύψουν μεταξύ των ιδίων μερών.
Δεύτερον, υπάρχει η δυνατότητα υπαγωγής κατόπιν σύστασης ή εντολής του δικαστηρίου (exjuditio). Η δυνατότητα αυτή άρχισε να προτείνεται όταν έγινε αντιληπτή η αξία της διαμεσολάβησης στην οικονομία χρόνου και χρήματος κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης.
Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα υποχρεωτικής εκ του νόμου υπαγωγής (exlege). Και στην περίπτωση αυτή, η νομική δεσμευτικότητα της υπαγωγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ξεκίνησε στις Η.Π.Α. και κατόπιν πέρασε στην Ευρώπη φθάνοντας μέχρι και την Ελλάδα.
Κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους ,οι οποίοι παραμένουν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια και η παρουσία τους κρίνεται υποχρεωτική. Σκοπός του παραστάτη δικηγόρου είναι να προστατέψει τα συμφέροντα του πελάτη του, ενώ ταυτόχρονα θα συνεργάζεται με τον διαμεσολαβητή με σκοπό ο εντολέας του και η αντίθετη πλευρά να έρθουν σε συμφωνία.
Σύμφωνα με το άρθρα 35 και 36 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, ο πληρεξούσιος δικηγόρος είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τον πελάτη και εντολέα του για τις δυνατότητες εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο θεσμός της διαμεσολάβησης, αλλά και να συμβάλλει στη διαδικασία προσφέροντας τις νομικές του συμβουλές προς όφελος αυτού. Εφόσον τα μέρη επιλέξουν να την ακολουθήσουν, ο δικηγόρος παραστάτης θα πρέπει να αποστείλει στον διαμεσολαβητή τα απαραίτητα έγγραφα, ώστε να λάβει γνώση για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, γεγονός που δεν θα πρέπει να του δημιουργεί ανασφάλεια, αφού η όλη διαδικασία καλύπτεται από απόλυτη εχεμύθεια1.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι ο διαμεσολαβητής ελέγχει την όλη διαδικασία όντας αντικειμενικός, ουδέτερος και αμερόληπτος. Για τον λόγο αυτό ο πληρεξούσιος δικηγόρος στην προσπάθεια του να προστατεύσει τα συμφέροντα του εντολέα του δεν θα πρέπει να δημιουργεί προσκόμματα στην εργασία του διαμεσολαβητή, αλλά να τον υποβοηθά με γνώμονα πάντα τις επιθυμίες του πελάτη του και με απώτερο στόχο τα μέρη να οδηγηθούν σε μια κοινή συμβιβαστική λύση.
Η διαμεσολάβηση παρέχει μία πληθώρα θετικών αποτελεσμάτων τόσο σε δικονομικό επίπεδο, όσο και προς τους ίδιους τους διαδίκους. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο θεσμός αυτός είναι ένας αρκετά αποτελεσματικός τρόπος εξασφάλισης οικονομίας χρόνου κατά την επίλυση μίας διαφοράς. Παράλληλα, παρατηρείται η αποσυμφόρηση των τακτικών δικαστηρίων από υποθέσεις που δεν εισάχθηκαν σε αυτά και επιλύθηκαν με την διαμεσολάβηση. Άμεση συνέπεια της αποσυμφόρησης αυτής αποτελεί ο ποιοτικότερος χειρισμός των υποθέσεων που θα εκδικασθούν από τα τακτικά δικαστήρια. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι διάδικοι ωφελούνται από τον περιορισμό των εξόδων, καθώς αποφεύγονται τα δαπανηρά δικαστικά έξοδα. Ταυτόχρονα, η διαδικασία της διαμεσολάβησης ευνοεί την ενεργητικότερη συμμετοχή των μερών καθώς, απαλλαγμένα από τα στενά όρια της δικονομίας, μπορούν με αρκετή ευελιξία να διαμορφώσουν το τελικό αποτέλεσμα. Όπως είναι κατανοητό, η διαδικασία αυτή και ο τρόπος διεξαγωγής της δεν μπορεί παρά να απαλλάξει τα μέρη από κάθε ψυχολογική φόρτιση.
Είναι αληθές ότι στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας τόσο η διαμεσολάβηση όσο και οι εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών παρά τον σύγχρονο χαρακτήρα τους και τα ποικίλα πλεονεκτήματα που μπορούν να προσδώσουν στα πλαίσια μιας αντιδικίας δεν έχουν γνωρίσει την σημασία που θα έπρεπε να τους είχε αποδοθεί. Το γεγονός αυτό πιθανώς οφείλεται στην αντίληψη του μέσου ανθρώπου σχετικά με το ότι προκειμένου να επιλύσει τις διαφορές του με έναν τρίτο είναι αναγκαίο να ακολουθήσει τη δικαστική οδό καθώς μόνο με αυτό το τρόπο θα καταφέρει να ικανοποιηθεί χρηματικά αλλά και ψυχικά. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή στα πλαίσια εξέλιξης των σύγχρονων κοινωνιών και με γνώμονα την αλληλεγγύη, την συνεργασία και το διάλογο ως άξονες επίλυσης των διαφορών μας αργά ή γρήγορα θα διαφοροποιηθεί και όταν αυτό συμβεί ο θεσμός της διαμεσολάβησης θα είναι ο πλέον κατάλληλος ώστε με εύκολο και γρήγορο τρόπο να δώσουν τα μέρη φωνή στα αιτήματα τους και να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ των διαφορετικών απόψεων που θα ικανοποιεί κατά το μέτρο του δυνατού αμφότερες τις αξιώσεις αυτών.
Σοφία Κούτρα
(Προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Αθηνών)
(Προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Αθηνών.)
Δεν είναι εύκολα οριστή η έννοια της διαμεσολάβησης, γεγονός που αποδεικνύεται από το ότι, παρά τις προσπάθειες των νομικών επιστημόνων, δεν έχει δοθεί ακόμα ένας σταθερός και ενιαίος διεθνώς ορισμός. Φαίνεται να επικρατεί, ωστόσο, η άποψη πως η διαμεσολάβηση αποτελεί την διαρθρωμένη διαδικασία ανεξαρτήτως ονομασίας, στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με την επίλυση της διαφοράς τους, με τη βοήθεια διαμεσολαβητή.
Η διαμεσολάβηση ως θεσμός λειτουργεί στη βάση έξι αρχών που διασφαλίζουν την χωρίς προβλήματα και αποτελεσματική του λειτουργία. Οι αρχές αυτές μπορούν συνοπτικά να εκτεθούν στα εξής:
i. Αρχή της εμπιστευτικότητας: πρόκειται για το κατεξοχήν χαρακτηριστικό στοιχείο της διαμεσολάβησης που αφορά τόσο το στάδιο της προσφυγής στην διαδικασία αυτή, όσο και την μεταξύ του διαιτητή και του κάθε μέρους κατ’ ιδίαν συζήτηση. Από την αρχή αυτή δεσμεύεται και ο ίδιος ο διαμεσολαβητής, καθώς του απαγορεύει την μαρτυρική κατάθεση σε πιθανή μελλοντική δίκη μεταξύ των μερών που αφορά στην ίδια υπόθεση.
ii. Αρχή της εκούσιας υπαγωγής και της εκούσιας συνέχισης της διαδικασίας (ιδιωτική αυτονομία): η αρχή αυτή προσδίδει στην διαδικασία της διαμεσολάβησης εθελοντικό χαρακτήρα, ενώ παράλληλα τα μέρη καθορίζουν την συνέχεια ή την διακοπή της διαδικασίας.
iii. Αρχή της μη δεσμευτικότητας μέχρι τη σύναψη συμφωνίας επίλυσης: οι προτάσεις που ανταλλάσσουν μεταξύ τους τα μέρη, δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα μέχρι να αποτελέσουν τμήμα της τελικής συμφωνίας.
iv. Αρχή της ουδετερότητας, της αμεροληψίας και του μη επικριτικού ρόλου του διαμεσολαβητή: η ουδετερότητα σχετίζεται με την προηγούμενη γνώση της υπόθεσης ή την προηγούμενη γνωριμία του διαμεσολαβητή με τα μέρη ή τους πληρεξουσίους του δικηγόρους, ενώ η αμεροληψία συνδέεται με την συμπεριφορά του διαμεσολαβητή προς τα μέρη, αλλά και τον τρόπο που διεξάγει την διαδικασία της διαμεσολάβησης.
v. Η αρχή του ελέγχου της εξουσίας δέσμευσης των μερών: πριν την έναρξη της διαδικασίας, ο διαμεσολαβητής οφείλει να διαπιστώσει την δικαιοπρακτική ικανότητα των μερών αλλά και την νομιμοποίησή τους για την σύναψη συμφωνίας.
vi. Η αρχή της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρου στην διαμεσολάβηση: τα μέρη της διαμεσολάβησης, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, έχουν την υποχρέωση να παρίστανται μαζί με πληρεξούσιο δικηγόρο.
Η υπαγωγή στη δικαστική διαμεσολάβηση γίνεται μέσω μίας τριπλέτας , κάθε μέρος της οποίαςεφαρμόζεται διαζευκτικά.Πρώτον, υπάρχει η δυνατότητα την εκούσιας υπαγωγής, κατόπιν συμφωνίας των μερών (exvoluntate). Πρόκειται για τον πλέον κλασικό τρόπο υπαγωγής μίας διαφοράς στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Η συμφωνία αυτή μπορεί να είναιτόσο ad hoc, όσο και να αφορά τις πιθανές μελλοντικές διαφορές που πιθανόν θα ανακύψουν μεταξύ των ιδίων μερών.
Δεύτερον, υπάρχει η δυνατότητα υπαγωγής κατόπιν σύστασης ή εντολής του δικαστηρίου (exjuditio). Η δυνατότητα αυτή άρχισε να προτείνεται όταν έγινε αντιληπτή η αξία της διαμεσολάβησης στην οικονομία χρόνου και χρήματος κατά την εκδίκαση μιας υπόθεσης.
Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα υποχρεωτικής εκ του νόμου υπαγωγής (exlege). Και στην περίπτωση αυτή, η νομική δεσμευτικότητα της υπαγωγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ξεκίνησε στις Η.Π.Α. και κατόπιν πέρασε στην Ευρώπη φθάνοντας μέχρι και την Ελλάδα.
Κατά τη διαδικασία της διαμεσολάβησης τα μέρη παρίστανται μετά των πληρεξουσίων δικηγόρων τους ,οι οποίοι παραμένουν εκεί καθ’ όλη τη διάρκεια και η παρουσία τους κρίνεται υποχρεωτική. Σκοπός του παραστάτη δικηγόρου είναι να προστατέψει τα συμφέροντα του πελάτη του, ενώ ταυτόχρονα θα συνεργάζεται με τον διαμεσολαβητή με σκοπό ο εντολέας του και η αντίθετη πλευρά να έρθουν σε συμφωνία.
Σύμφωνα με το άρθρα 35 και 36 του νέου Κώδικα Δικηγόρων, ο πληρεξούσιος δικηγόρος είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τον πελάτη και εντολέα του για τις δυνατότητες εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών, στις οποίες περιλαμβάνεται και ο θεσμός της διαμεσολάβησης, αλλά και να συμβάλλει στη διαδικασία προσφέροντας τις νομικές του συμβουλές προς όφελος αυτού. Εφόσον τα μέρη επιλέξουν να την ακολουθήσουν, ο δικηγόρος παραστάτης θα πρέπει να αποστείλει στον διαμεσολαβητή τα απαραίτητα έγγραφα, ώστε να λάβει γνώση για τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, γεγονός που δεν θα πρέπει να του δημιουργεί ανασφάλεια, αφού η όλη διαδικασία καλύπτεται από απόλυτη εχεμύθεια1.
Είναι σημαντικό να γίνει κατανοητό ότι ο διαμεσολαβητής ελέγχει την όλη διαδικασία όντας αντικειμενικός, ουδέτερος και αμερόληπτος. Για τον λόγο αυτό ο πληρεξούσιος δικηγόρος στην προσπάθεια του να προστατεύσει τα συμφέροντα του εντολέα του δεν θα πρέπει να δημιουργεί προσκόμματα στην εργασία του διαμεσολαβητή, αλλά να τον υποβοηθά με γνώμονα πάντα τις επιθυμίες του πελάτη του και με απώτερο στόχο τα μέρη να οδηγηθούν σε μια κοινή συμβιβαστική λύση.
Η διαμεσολάβηση παρέχει μία πληθώρα θετικών αποτελεσμάτων τόσο σε δικονομικό επίπεδο, όσο και προς τους ίδιους τους διαδίκους. Σε ένα πρώτο επίπεδο, ο θεσμός αυτός είναι ένας αρκετά αποτελεσματικός τρόπος εξασφάλισης οικονομίας χρόνου κατά την επίλυση μίας διαφοράς. Παράλληλα, παρατηρείται η αποσυμφόρηση των τακτικών δικαστηρίων από υποθέσεις που δεν εισάχθηκαν σε αυτά και επιλύθηκαν με την διαμεσολάβηση. Άμεση συνέπεια της αποσυμφόρησης αυτής αποτελεί ο ποιοτικότερος χειρισμός των υποθέσεων που θα εκδικασθούν από τα τακτικά δικαστήρια. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, οι διάδικοι ωφελούνται από τον περιορισμό των εξόδων, καθώς αποφεύγονται τα δαπανηρά δικαστικά έξοδα. Ταυτόχρονα, η διαδικασία της διαμεσολάβησης ευνοεί την ενεργητικότερη συμμετοχή των μερών καθώς, απαλλαγμένα από τα στενά όρια της δικονομίας, μπορούν με αρκετή ευελιξία να διαμορφώσουν το τελικό αποτέλεσμα. Όπως είναι κατανοητό, η διαδικασία αυτή και ο τρόπος διεξαγωγής της δεν μπορεί παρά να απαλλάξει τα μέρη από κάθε ψυχολογική φόρτιση.
Είναι αληθές ότι στα πλαίσια της ελληνικής κοινωνίας τόσο η διαμεσολάβηση όσο και οι εναλλακτικές μορφές επίλυσης διαφορών παρά τον σύγχρονο χαρακτήρα τους και τα ποικίλα πλεονεκτήματα που μπορούν να προσδώσουν στα πλαίσια μιας αντιδικίας δεν έχουν γνωρίσει την σημασία που θα έπρεπε να τους είχε αποδοθεί. Το γεγονός αυτό πιθανώς οφείλεται στην αντίληψη του μέσου ανθρώπου σχετικά με το ότι προκειμένου να επιλύσει τις διαφορές του με έναν τρίτο είναι αναγκαίο να ακολουθήσει τη δικαστική οδό καθώς μόνο με αυτό το τρόπο θα καταφέρει να ικανοποιηθεί χρηματικά αλλά και ψυχικά. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή στα πλαίσια εξέλιξης των σύγχρονων κοινωνιών και με γνώμονα την αλληλεγγύη, την συνεργασία και το διάλογο ως άξονες επίλυσης των διαφορών μας αργά ή γρήγορα θα διαφοροποιηθεί και όταν αυτό συμβεί ο θεσμός της διαμεσολάβησης θα είναι ο πλέον κατάλληλος ώστε με εύκολο και γρήγορο τρόπο να δώσουν τα μέρη φωνή στα αιτήματα τους και να βρεθεί η χρυσή τομή μεταξύ των διαφορετικών απόψεων που θα ικανοποιεί κατά το μέτρο του δυνατού αμφότερες τις αξιώσεις αυτών.
Σοφία Κούτρα
(Προπτυχιακή φοιτήτρια της Νομικής Αθηνών)